- ἠγωνίσατο
- ἀγωνίζομαιcontend for a prizeaor ind mp 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠγωνίσατ' — ἠγωνίσατο , ἀγωνίζομαι contend for a prize aor ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвигатисѧ — ПОДВИ|ГАТИСѦ1 (22), ЖОУСѦ, ЖЕТЬ СѦ гл. 1.Прийти в движение, пошевелиться: волшвениѥ же и потворы и ѡтравлени˫а Мидѧне ѡбрѣтоша и Персѧне… волшвени˫а и призваниѥ бѣсовноѥ… ||…птицѣсмотрьноѥ ѥже ѥсть, ѥгда когда сему ли Ѥгѹптѧне, птици напредъ ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κήρυξη — η (ΑΜ κήρυξις) [κηρύσσω] η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κήρυξη πολέμου» επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του μσν. αρχ … Dictionary of Greek